πρόταση

πρόταση
η / πρότασις, -άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [προτείνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση
2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β. «προτάσεις ειρήνης» γ. «πρόταση νόμου» — νομοσχέδιο μη υποβαλλόμενο από την κυβέρνηση αλλά από έναν αριθμό βουλευτών
3. μαθ. καθετί που προτείνεται προς λύση ή έρευνα, θεώρημα, πρόβλημα
4. γραμμ. (στους υποθετικούς λόγους) αυτό που υποτίθεται, η υπόθεση, προς την οποία ανταποκρίνεται η απόδοση
νεοελλ.
1. γραμμ. το συντομότερο τμήμα τού λόγου που εκφράζει με πλήρες νόημα μια σκέψη, μια επιθυμία ή ένα συναίσθημα (α. «κύρια [ή ανεξάρτητη] πρόταση» β. «δευτερεύουσα [ή εξαρτημένη] πρόταση» γ. «υποθετική πρόταση» δ. «ερωτηματική πρόταση» ε. «αναφορική πρόταση» — στ. «τελική πρόταση»)
2. (λογ.) ο πλήρης ισχυρισμός, που επιδέχεται μια τιμή αληθείας, που είναι δηλαδή αληθής ή ψευδής
3. μαθ. ο πλήρης μαθηματικός ισχυρισμός, δηλαδή ο ισχυρισμός που περιέχει υπόθεση και συμπέρασμα, ο οποίος είναι πάντοτε αληθής
4. (νομ.) α) έγγραφο υπόμνημα καθενός από τους δύο διαδίκους που υποβάλλεται κατά την επ' ακροατηρίου δίκη τών πολιτικών υποθέσεων και περιέχει όλες τις αιτήσεις και τους ισχυρισμούς τους
β) έκ-. φράση γνώμης προς άλλο διοικητικό όργανο κατά τη διαδικασία έκδοσης ορισμένης πράξης
5. φρ. α) «πρόταση τών χεριών»
(αθλ.) η θέση και τών δύο χεριών, εντελώς τεντωμένων, κατευθείαν προς τα εμπρός, έτσι ώστε να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο
β) «ονοματική πρόταση»
γραμμ. ονοματική φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόταση στον προφορικό λόγο, στην ποίηση και είναι συχνή στα αρχαία γνωμικά, όπως, λ.χ., νοστιμότατο το φαγητό σου και πᾱν μέτρον ἄριστον
γ) «εγκιβωτισμένη πρόταση»
(γενετ. -μετασχημ. γραμμ.) η πρόταση που σχηματίζεται με εγκιβωτισμό μέσα στη δομή άλλης πρότασης, όπως λ.χ. το σπίτι [που ζητάς] κατεδαφίστηκε, η παρενθετική πρόταση τής παραδοσιακής γραμματικής
δ) «παραθετική πρόταση»
γραμμ. η πρόταση που έχει τη θέση παράθεσης και είναι συνήθως αναφορική, όπως λ.χ. μού επέστρεψε το δάνειο που τού είχα κάνει
ε) «παρενθετική πρόταση»
γραμμ. η πρόταση που παρεντίθεται, που παρεμβάλλεται μέσα στη δομή άλλης πρότασης, η εγκιβωτισμένη πρόταση
στ) «πρόταση-μήτρα»
(γενετ. -μετασχηματ. γραμμ.) η κύρια πρόταση τής παραδοσιακής γραμματικής, στην οποία εγκιβωτίζεται, δηλαδή παρεντίθεται, μια συστατική πρόταση, όπως λ.χ. το παιδί [που είδες] είναι γιος μου
ζ) «συστατική πρόταση»
(γενετ.-συστατ. γραμμ.) η πρόταση που εγκιβωτίζεται, που παρεντίθεται σε μια πρόταση-μήτρα και που αντιστοιχεί στην εξαρτημένη πρόταση τής παραδοσιακής γραμματικής, όπως λ.χ. το παιδί που είδες είναι γιος μου
η) «συντετμημένη πρόταση»
(γενετ.-μετασχημ. γραμμ.) φράση που δεν έχει ρήμα αλλά λειτουργεί ως πρόταση, όπως λ.χ. συγχαρητήρια για την επιτυχία σου
αρχ.
1. προτεινόμενη ερώτηση
2. προβαλλόμενο ζήτημα, πρόβλημα («ἤδη δὲ καὶ προτάσεις καὶ προκλήσεις ἦσαν ἄκριτοι καὶ ἄτακτοι», Σωρ.)
3. (λογ.) (κατά τον Αριστοτ.) α) «πρότασίς ἐστι λόγος καταφατικὸς ἤ ἀποφατικός τινος κατά τίνος»
β) κυρίως αυτό το οποίο είναι δεδομένο σε έναν συλλογισμό, η μείζων κρίση
4. αξίωμα
5. το πρώτο μέρος τού δράματος, σε αντιδιαστολή με την επίταση, όταν αρχίζει η ενέργεια, και με τη λύση ή το τέλος
6. εξώθηση, παρόρμηση, παρακίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόταση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προτείνω. 2. τέντωμα προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση: Πρόταση των χεριών. 3. μτφ., διατύπωση γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αιτήματος: Πρόταση γάμου. – Πρόταση συμβιβασμού κτλ. 4. (γραμμ.), σύντομη διατύπωση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek

  • πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”